Οι ακραίες κλιματολογικές συνθήκες που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια έχουν, μεταξύ άλλων, προκαλέσει σημαντικές καταστροφές στο σύνολο της αγροτικής παραγωγής, μέρος της οποίας είναι και η μελισσοκομία.
Για τις επιπτώσεις των πυρκαγιών και των πλημμυρών του 2023 στην παραγωγή μελιού στην Ελλάδα, τόσο ο επίκουρος καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Γκόρας, όσο και ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος (ΟΜΣΕ), Αναστάσιος Δημητρόπουλος.
«Τα φαινόμενα που παρατηρούμε τα τελευταία 2-3 χρόνια ως ενδείξεις κλιματικής αλλαγής, ο μελισσοκόμος τα βιώνει τα τελευταία επτά ίσως και 10 χρόνια» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Γκόρας.
«Είναι ο πρώτος δείκτης που μπορεί να παρατηρηθούν καταστάσεις, όπως η μειωμένη παραγωγή, προβλήματα ασθενειών που καταπονούν τις μέλισσες και οδηγούν σε απώλειες, ανεξήγητες μερικές φορές».
Δείγμα της κλιματικής κρίσης, όπως σημειώνει από την πλευρά του ο κ. Δημητρόπουλος, συνιστά και το γεγονός ότι «μπορεί μέσα στην ίδια ημέρα να επικρατεί ζέστη και λίγες ώρες αργότερα να αρχίσει να ρίχνει χαλάζι».
Πώς επηρέασαν οι φωτιές και οι πλημμύρες του 2023 την παραγωγή μελιού στην Ελλάδα;
Οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες της περσινής χρονιάς, δε, μείωσαν συνολικά την παραγωγή κατά 50%, όπως αναφέρει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας.
Τα δεδομένα που έχουν συλλεγεί μέχρι στιγμής, δείχνουν ότι η πυρκαγιά στον Έβρο, σύμφωνα με τον κ. Γκόρα, κόστισε στην παραγωγή από 2.500 έως και 5.000 μελίσσια, σε μια περιοχή που αριθμεί σχεδόν 27.000 μελίσσια. Αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 10% του πληθυσμού των μελισσιών.
Οι πλημμύρες στην Θεσσαλία, από την άλλη, προκάλεσαν την απώλεια περίπου 117.000 μελισσιών.
Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί περίπου στο 43% των μελισσιών, σε μια περιοχή που πριν την καταστροφή αριθμούσε 270.000 μελίσσια.
Οι αριθμοί, όμως, αυτοί αφορούν τις απώλειες που σημειώθηκαν μόνο την περίοδο των καταστροφών. Χάθηκαν επίσης τα υπόλοιπα μελίσσια που επέζησαν, λόγω του θερμικού σοκ και των προβλημάτων στις ανθοφορίες από τις πλημμύρες.
Ο ρόλος της μέλισσας στο σύνολο της αγροτικής παραγωγής
Αξίζει να σημειωθεί ότι, η μέλισσα, ακόμη και αν σε κάποιον δεν αρέσει το μέλι ή ο βασιλικός πολτός κ.ο.κ. είναι μέρος της καθημερινότητας όλων μας.
«Η καρπώδεση των φυτών ή των φρούτων, όμως που τρώμε γίνεται μέσω της επικονίασης. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, επικονιαστές. Και αν δεν έχουμε άλλους επικονιαστές, όπως οι αγριομέλισσες, το βάρος πέφτει στη μέλισσα» εξηγεί ο καθηγητής.
Το παράδοξο της αύξησης της παραγωγής είναι το σημείο που αναδεικνύει το πρόβλημα
Με όλες αυτές τις καταστροφές να πλήττουν σε σημαντικό βαθμό την παραγωγή εντοπίζεται μια παράδοξη αύξηση των μελισσιών στη χώρα μας. Συγκεκριμένα, το 2023 στην Ελλάδα τα μελίσσια αυξήθηκαν κατά 10%-20%. Πώς έγινε αυτό;
Ακριβώς επειδή υπάρχουν σοβαρά ζητήματα και επειδή οι μελισσοκόμοι δεν καταφέρνουν να παράγουν ό,τι παρήγαγαν πριν κάποια χρόνια, αυξάνουν τους αριθμούς των μελισσιών τους για να φτάσουν σε επίπεδα, που αφορούν μια αύξηση της τάξεως του 10%-20% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, χωρίς να αυξάνουν όμως και τις αποδόσεις τους.
Ο πολλαπλασιασμός αυτός οδηγεί σε αύξηση της παραγωγής μελιού, όχι όμως ανάλογη της αύξησης των μελισσιών. Η Ελλάδα πριν από περίπου πέντε χρόνια παρήγαγε περίπου 17.000 τόνους μέλι. Σήμερα προσεγγίζει τους 20.000 τόνους μέλι.
Ωστόσο, πριν από πέντε χρόνια στην χώρα υπήρχαν 1,8 εκατ. μελίσσια και σήμερα 2,5 εκατ. μελίσσια. Οπότε η αύξηση της παραγωγής είναι αναντίστοιχη της αύξησης των μελισσιών.
Την ίδια ώρα, αποτρεπτικά ως προς την αύξηση της παραγωγής, όπως υπογραμμίζει ο κ. πρόεδρος της Ομοσπονδίας λειτουργεί και η διάταξη η οποία απαγορεύει από τον Μάιο στους παραγωγούς να έχουν τα μελίσσια τους στα δάση. Αποτρεπτικά γιατί όπως αναλύει «το μέλι στα δάση και την ύπαιθρο συλλέγεται, εκεί όπου υπάρχουν ανθοφορίες και πεύκα». «Απεναντίας, στην διπλανή μας χώρα, την Τουρκία έχουν δημιουργηθεί θέσεις σε 700 δάση και πάρκα για την παραγωγή πευκόμελου».
Η σημασία προστασίας της ελληνικής μελισσοκομίας
Αυτά τα δεδομένα, όπως σημειώνουν στο CNN Greece επιστήμονες και άνθρωποι του κλάδου, αναδεικνύουν την ανάγκη να διαφυλαχθεί η μελισσοκομία που ασκείται στη χώρα, κάτι που διακυβεύεται μέσω των ελληνοποιήσεων.
Ενώ, λοιπόν, το κόστος της παραγωγής αυξάνεται, οι ίδιοι οι παραγωγοί δεν αμείβονται για την προσπάθειά τους αυτή, ενώ πολλές φορές «τα μέλια που βλέπουμε στο ράφι δεν είναι καν ελληνικά» επισημαίνει ο κος Γκόρας.
Με τον ίδιο να τονίζει ότι «αν θέλουμε να έχουμε γεωργία σε κάθε χώρα, που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την επικονίαση που πραγματοποιείται σε κάθε χώρα, τότε θα πρέπει να στηριχθεί ένας κλάδος που έμμεσα επιτελεί αυτό το έργο».
Η συνθήκη αυτή έχει μειώσει τον αριθμό των μελισσοκόμων από περίπου 25.000 που ήταν το 2022 σε κάτω από 20.000 και παρόλα αυτά, όπως αναφέρει ο κ. Δημητρόπουλος «η μελισσοκομία τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα πάει μπροστά».
Μεταξύ των αιτημάτων, που εκτιμούν πως θα τους βοηθήσουν να αναπτύξουν ακόμη περισσότερο κλάδο είναι η πραγματοποίηση διελεύσεων σε παράπλευρες οδούς για να μπορούν να τοποθετούν κυψέλες στην ύπαιθρο και τα βουνά.
Εν κατακλείδι, είναι πολύ σημαντικό, όπως τονίζουν και οι δύο, να διαφυλαχθεί σε κάθε χώρα τη μελισσοκομία που ασκείται.
Δημοσίευση σχολίου