Η
μελισσοκομία στην Ελλάδα - Η εξέλιξη της τον 19ο & 20ο αιώνα
(1890 μ.Χ.
- 1990 μ.Χ.)
Η κυψέλη
λοιπόν με τα κινητά πλαίσια χρησιμοποιούνταν στην αρχαία Ελλάδα. Στα Κύθηρα οι
αρχαίοι μελισσοκόμοι χρησιμοποιούσαν το αδονάκι που είναι ο πρόδρομος της
σύγχρονης ευρωπαϊκής κυψέλης με το κινητό πλαίσιο, ανακάλυψη του Αμερικανού
Lorenzo Lorraine Langstroth. Ο Langstroth θεωρείται ο πατέρας της σύγχρονης
μελισσοκομίας (1851) αφού η ανακάλυψή του αποτέλεσε τη βάση της σημερινής μελισσοκομίας.
Στη χώρα μας ο
εκσυγχρονισμός της μελισσοκομίας με τη χρησιμοποίηση της Ευρωπαϊκής κυψέλης
καθυστέρησε αρκετά.
Η πρώτη κίνηση
σημειώθηκε το 1903 εκ μέρους της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας. Το ενδιαφέρον
για τον κλάδο αυτό εκδηλώθηκε και από άλλους Έλληνες διανοούμενους. Ο Ιωάννης
Πεσματζόγλου, με δαπάνη του, ίδρυσε στο Χαλάνδρι την πρώτη μελισσοκομική σχολή.
Ο ακαδημαϊκός και λογοτέχνης Γ. Δροσίνης συνέγραψε κατά το 1901 και εξέδωσε το
μικρό βιβλίο «Αι Μέλισσαι», η συμβολή του οποίου στη μελισσοκομία υπήρξε
σημαντική.
Στη
Μελισσοκομική Σχολή Χαλανδρίου πρώτος δίδαξε ο ειδικός στη μελισσοκομία, με
πρωτοβουλία και δαπάνη της Ελληνικής Γεωργικής Εταιρείας, μετεκπαιδευθείς
γεωπόνος κ. Γ. Τουφεξής. Ο κ. Γ. Τουφεξής δίδασκε τις νέες μεθόδους της μελισσοκομίας
στη Σχολή Χαλανδρίου από το 1903 μέχρι το 1916. Αργότερα διορίστηκε επόπτης της
μελισσοκομίας στο Υπουργείο Γεωργίας. Ακόμα εξέδωσε και διάφορα βιβλία και
φυλλάδια για τη μελισσοκομία, όπως «Η Μελισσοκομική Εφημερίς» το 1908 και «Η
Μελισσοκομική Επιθεώρηση» το 1912.
Στην ανωτέρω σχολή φοίτησαν και εκπαιδεύτηκαν στη
μελισσοκομία πολλοί μαθητές ορισμένοι από τους οποίους διορίστηκαν σε
σημαίνουσες δημόσιες θέσεις, ενώ άλλοι δίδαξαν την σύγχρονη μελισσοκομία με
σκοπό να καθοδηγήσουν τους νέους κυρίως μελισσοκόμους στη χρήση της νέας
κυψέλης με τα κινητά πλαίσια, αλλά και τις άλλες εφευρέσεις της σύγχρονης
μελισσοκομίας. Μεταξύ των ανωτέρω ενδεικτικά αναφέρουμε τη δράση των Ι.
Καραμάνου, Α. Ξυδιά, Ν. Μπαμπιώτη, Γ. Τριβιζά, Βλαδ. Δερματόπουλου, Ν. Νικολαΐδη,
Ν. Τοπολίδη Β. Παπαγεωργίου, Παν. Γεωργαντά και άλλων. Τα αποτελέσματα των
προσπαθειών αυτών ήταν θετικά αν και πραγματοποιήθηκαν με αργούς ρυθμούς.
Το 1903 τα στατιστικά στοιχεία
ανέγραφαν 201.314 μελίσσια σε εγχώριες κυψέλες και μόνο 412 μελίσσια εντός νέων
σύγχρονων κυψελών. Δηλαδή μόνο το 0,2% του συνόλου των μελισσών ήταν
εγκατεστημένα σε ευρωπαϊκές κυψέλες. Το 1912, δηλαδή 9 χρόνια αργότερα, έχουμε
250.000 μελίσσια σε εγχώριες κυψέλες και 3.000 εντός νέων κυψελών, δηλαδή το
1,19% του συνόλου. Δυστυχώς όμως η όλη προσπάθεια διακόπηκε εξαιτίας του
Βαλκανικού και Α΄ παγκοσμίου πολέμου. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, η
τοποθέτηση του κ. Ι. Καραμάνου ως Γενικού Διευθυντή της Διεύθυνσης Εποικισμού
Μακεδονίας-Θράκης και η απόσπαση του Άγγελου Ξυδιά από το Υπουργείο Γεωργίας
στην Διεύθυνση Εποικισμού, και οι δύο μαθητές της Σχολής Μελισσοκομίας, έδωσε
νέα ώθηση στην ανάπτυξη του κλάδου αυτού αρχίζοντας με τη χορήγηση 700 κυψελών
μαζί με κηρήθρες και μελιτοεξαγωγείς στους πρόσφυγες.
Η προσπάθεια συνεχίστηκε και
όταν ο Άγγελος Ξυδιάς διορίστηκε τμηματάρχης Μελισσοκομίας του Υπουργείου
Γεωργίας. Έτσι και με τη συνδρομή της Α.Τ.Ε. φτάσαμε στο 1939 να έχουμε σε
ολόκληρη την Ελλάδα 700.000 μελίσσια εκ των οποίων τα 100.000 περίπου
εγκατεστημένα σε σύγχρονες κυψέλες, δηλαδή το 14,29%.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προκάλεσε όπως γνωρίζουμε πανωλεθρία
σε όλους τους τομείς της ελληνικής οικονομίας καθώς και στη μελισσοκομία. Μετά
τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Τμήμα Μελισσοκομίας του Υπ. Γεωργίας και η Α.Τ.Ε.
βοήθησαν εκ νέου τη μελισσοκομία χορηγώντας δωρεάν στους μελισσοκόμους 93.500
κυψέλες, 3.100 μελιτοεξαγωγείς και 3.000.000 τεχνητές κηρήθρες.
……ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΜΑΣ !
Σήμερα, υπάρχουν περίπου 1.900.000 μελισσοσμήνη στην Ελλάδα εκτρεφόμενα από σχεδόν 25.000 μελισσοκόμους, με 5.000 τους επαγγελματίες. Η πλειοψηφία τους ασκεί νομαδική μελισσοκομία μετακινώντας τα μελίσσια κατά μέσον όρο 5 φορές ετησίως και μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό, κυρίως στα νησιά, ασκεί στατική μελισσοκομία.<Στοιχεία ΥπΑΑΤ 2013>
Η μελισσοκομική πυκνότητα είναι ένα παγκόσμιο ρεκόρ με 11.1 μελισσοσμήνη ανά τετρ. χιλιόμετρο. Και οι μέλισσες και οι μελισσοκόμοι πρέπει να δουλέψουν σκληρά για να παραγάγουν περίπου 30 χιλιάδες τόνους μελιού άριστης ποιότητας ετησίως.
Περίπου 40 συνεταιριστικές μελισσοκομικές οργανώσεις αναπτύσσουν δραστηριότητα στην Ελλάδα και μια Κοινοπραξία Μελισσοκομικών Συνεταιρισμών, η «ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑΣ»-- 74 μελισσοκομικοί σύλλογοι εκπροσωπούνται στην Ο.Μ.Σ.Ε., την Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδος (από τους οποίους ενεργοί είναι τα 2/3) και πρόσφατα ιδρύθηκε η Εθνική Διεπαγγελματική Οργάνωση Μελιού και Λοιπών Προϊόντων Κυψέλης από τυποποιητές μελιού, μελισσοκομικούς συνεταιρισμούς, την Κοινοπραξία και την Ο.Μ.Σ.Ε.
Εικ.6
Mέλισσα εν δράσει
Η μελισσοκομία
έχει μακρά και συναρπαστική ιστορία στη Σλοβενία. Ο Γιάνεζ Γκρέγκορι, ένας
Σλοβένος βιολόγος, χαρακτηρίζει μάλιστα τους συμπατριώτες του «έθνος μελισσοκόμων».
Στην πραγματικότητα, οι Σλοβένοι ήταν γνωστοί ως έμπειροι μελισσοκόμοι από τον
όγδοο αιώνα Κ.Χ. Από εκείνη την εποχή μέχρι το 19ο αιώνα, κατασκεύαζαν τις
κυψέλες τους από κούφιους κορμούς δέντρων. Αυτές οι κυψέλες ήταν γνωστές σε
μερικές περιοχές της Σλοβενίας ως κορίτα, δηλαδή σκάφες. Περίπου το 15ο
αιώνα, όμως, με την εφεύρεση των πριονιστικών μηχανών, οι παλιές σκάφες από
κορμούς άρχισαν να αντικαθίστανται από κυψέλες φτιαγμένες με σανίδες. Αυτές
τις αποκαλούσαν αστειευόμενοι τρούγκε, δηλαδή
φέρετρα, λόγω του στενόμακρου σχήματός τους.
Η μεγάλη
ζήτηση για μέλι και κερί μέλισσας προσέδωσε στη μελισσοκομία τέτοια οικονομική
σπουδαιότητα ώστε τράβηξε την προσοχή των ηγεμόνων της χώρας, οι οποίοι
παραχώρησαν σε ορισμένους ευνοούμενούς τους τα αποκλειστικά δικαιώματα να
ασχολούνται με το επάγγελμα. Αυτό το ενδιαφέρον των υψηλά ιστάμενων είναι
κατανοητό, επειδή το κερί της μέλισσας ήταν απαραίτητο για την παραγωγή κεριών,
που χρησιμοποιούνταν κυρίως σε εκκλησίες και μοναστήρια, και επειδή το μέλι
ήταν η μόνη διαθέσιμη γλυκαντική ουσία εκείνη την εποχή.
ΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΟ
Της μαθήτριας Άννας-Μαρίας Μαρκουλή
Δημοσίευση σχολίου