Χρόνια πολλά στους
Απανταχού Ζακυνθίους
Αύριο 17-12-2022 γιορτάζει η Ζάκυνθος
τον Άγιο της Συγνώμης,τον Άγιο όλων μας τον ΑΓΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟ.
Έτσι αυτή η ανάρτηση θα αφιερωθεί στον Άγιο όλων μας, ώστε ο Βίος του να
γίνει παράδειγμα σε όλους και η δύναμη της συγχώρεσης ας μας ακολουθεί για
πάντα.
Ο Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Ζάκυνθο
το 1547, όταν το νησί είχε περάσει ήδη στα χέρια των Βενετών.
Γονείς του ήταν ο Μώκιος και η Παυλίνα,
αριστοκράτες από την οικογένεια των Σιγούρων. Ο Άγιος Διονύσιος είχε την τύχη
στο αριστοκρατικό περιβάλλον που μεγάλωσε να αποκτήσει μόρφωση και χριστιανική
ανατροφή, που λίγα παιδιά είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν στην εποχή του.
Έργο του σύγχρονου
αγιογράφου Νίκου Μπιάζη-Σεντή βασισμένο σε παλαιό
πρότυπο του Αγίου της Συγγνώμης
Η
παράδοση θέλει τον Άγιο Διονύσιο να τον έχει βαπτίσει ο Άγιος Γεράσιμος το
διάστημα που έζησε στην Ζάκυνθο. Στο τέλος της εφηβείας του έχασε τους γονείς
του, δωρίζει όλη την κληρονομιά του στα αδέρφια του Κωνσταντίνο και Σιγούρα και
αποφασίζει να ασπαστεί τον μοναχισμό στη Μονή των Στροφάδων και πήρε το όνομα
Δανιήλ. Κατά την διάρκεια του ασκητικού του βίου αφιερώθηκε στην μελέτη των
γραφών και στην προσευχή και πολύ σύντομα έγινε ηγούμενος της μονής των
Στροφάδων.
Το 1577 ο Άγιος Διονύσιος αποφάσισε να
πάει για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Κατά την διαδρομή πέρασε από την Αθήνα
για να πάρει την ευλογία του επισκόπου Νικαγόρα, ο οποίος εντυπωσιάστηκε πάρα
πολύ με τον χαρακτήρα του και την μόρφωση του ώστε τον έπεισε να αναλάβει την
επισκοπή της Αίγινας. Έτσι ο Άγιος Διονύσιος έγινε επίσκοπος Αίγινας με το
όνομα Διονύσιος και μέχρι το 1579 που έμεινε σε αυτή τη θέση άφησε στο νησί ένα
εξαιρετικό έργο.
Γυρνάει στην Ζάκυνθο και αποσύρεται στο
μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας στα βόρεια του νησιού, όπου γίνεται και
ηγούμενος της Μονής. Κατά την διάρκεια της παραμονής του εκεί πολλοί πιστοί τον
επισκέπτονται για να τους εξομολογήσει και να ζητήσουν τις συμβουλές του. Το
χαρακτηριστικότερο επεισόδιο της ζωής του Αγίου στο μοναστήρι είναι όταν έδωσε
καταφύγιο και συγχώρεση στον φονιά του αδερφού του και τον βοήθησε να φύγει
σώος από την Ζάκυνθο, δίνοντας το απόλυτο παράδειγμα εφαρμογής της Χριστιανικής
ιδεολογίας.
Ο Άγιος Διονύσιος κοιμήθηκε στις 17
Δεκεμβρίου του 1622 σε ηλικία 75 χρόνων και σύμφωνα με την επιθυμία του η ταφή
του έγινε στις Στροφάδες που ήταν ο πρώτος τόπος που τον έφερε πιο κοντά στον
Θεό.
Στην Ζάκυνθο τιμούν τον προστάτη μας
Άγιο Διονύσιο δύο φορές τον χρόνο. Στις 24 Αυγούστου τιμούν την μνήμη της
μετακομιδής του Αγίου από τις Στροφάδες στη Ζάκυνθο το 1717 και στις 17
Δεκεμβρίου που τιμούν την μέρα της κοίμησης του. Κάθε μία με τριήμερο εορτασμό.
Κι αγιάζει ο αναμάρτητος την ώρα που αμαρτάνει!
Συγκλονιστικός στίχος που θα βρείτε στο παρακάτω ποίημα:
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΥΜΝΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΔΙΟΝΥΣΙΟ
Ο Ζακυνθινός ποιητής Ανδρέας Μαρτζώκης
(1849-1923) έγραψε για τον μεγάλο
ηγούμενο
της Χριστιανοσύνης το 1889 τον ύμνο που
ακολουθεί:
Ο ΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΑΝΑΦΩΝΗΤΡΙΑΣ
Εκεί μακριά, στης Παναγιάς το Άγιο
Μοναστήρι,
λιμάνι, κάστρο της ψυχής, Παράδεισου
γεφύρι,
με της ζωής το σάβανο το μαύρο
τυλιγμένος,
και στη λαγούσα τ’ ασκητή απάνου
ακουμπισμένος,
χλωμός, αχνός στο πρόσωπο, μ’ αργό
πλησιάζει βήμα
Καλόγερος, π’ αναζητά στην ερημιά ένα
μνήμα,
ξέσκεπο μνήμα, που η ζωή θάφτεται να
πλαγιάσει,
προσμένοντας το θάνατο να ‘λθεί να το
σκεπάσει.
Τάχα ποιός είν’ ο άγνωστος, ποιό
είναι τ΄ όνομά του;
Μην είν’ κανείς αμαρτωλός, που για τα
κρίματά του
μετανοιωμένος έρχεται στην Άγια
μοναξία,
για να ζητήσει ο δύστυχος από την
Παναγία
το ματωμένο βότανο, τ΄ αγκαθερό
βοτάνι,
που στου παιδιού της το Σταυρό
εφύτρωσε, βλαστάνει
για το σαράκι τ΄ άγρυπνο, που στην
ψυχή φωλιάζει
τ΄ αμαρτωλού, κι αδιάκοπα τη γλύφει,
τη σπαράζει;
Ή μήπως του Καλόγερου τη σπλαχνική
καρδία
εδάγκασε, φαρμάκωσε η μαύρη
αχαριστία,
κι ο δύστυχος εμίσησε τον κόσμο, κι
απαρνήθη
τ΄ άγριο θεριό, τον άνθρωπο, που τ΄
άνοιξε τα στήθη;
Στο διάβα του τα λούλουδα ανθούν,
μοσχοβολούνε,
το ‘να με τ΄ άλλο σμίγουνε, γλυκά
κρυφομιλούνε˙
όπου πατήσει, όπου διαβεί, βγαίνει
χλωρό χορτάρι,
κι ομπρός του γέρνουν την κορφή ο
πεύκος, το θυμάρι˙
οι βάτοι απομακρύνονται με μιας στο
πέρασμά του.
Τάχα ποιός είν’ ο άγνωστος, ποιό να
‘ναι τ΄ όνομά του;
Είπαν πώς ο Καλόγερος μια μέρα
δοξασμένος,
Και σε θρονί δεσποτικό απάνου
καθισμένος,
Της γης τη δόξα, την ψευδή με την
πορφύρα, γδυέται,
και με το μαύρο σάβανο άφθαρτη δόξα
ντυέται,
που το φτωχό το ράσο του κεντά μ’
ουράνι΄ αχτίδα
κι ενώ γυμνώνετ’ από τη μια, άλλη
φορεί χλαμύδα!
Ομπρός εις τη θαυματουργή της
Παναγίας εικόνα,
κλίνει σιγά ο Καλόγερος το κουρασμένο
γόνα.
Λόγια γλυκά κι απόκρυφα εις την
Παρθένα λέει,
κι ενώ μιλεί το δάκρυ του πάνου στην
πλάκα ρέει.
Στα λόγια του το κόνισμα αστράφτει,
ζωντανεύει˙
η Παναγιά τρεμάμενο το βλέφαρο
αναδεύει.
Το θείο της βλέμμα στρέφεται τριγύρω,
φωσφορίζει˙
Το ρίχνει στον Καλόγερο, την όψη του
φωτίζει˙
Τα χείλη της σαλεύουνε και του
χαμογελούνε,
θαρρείς οπώς του κρένουνε, πως του
κρυφομιλούνε.
Τί λέγει; Αχ! Ποιός είν’ άξιος τα
λόγια να τα γροικήσει
της Παναγιάς σαν ομιλεί, και ποιός να
τα εννοήσει;
Εκείνος μόνο, που μπορεί μ’ αυτή να
συντυχαίνει,
έχει τη χάρη, είναι άξιος να την
καταλαβαίνει.
Η
Δέσποιν’ αχτινοβολεί, και βλέπεις ένα
ένα
ν’ ανάφτουν τα καντήλια της, που κρέμονται
σβησμένα.
Η
δάφνη της ανθίζει…
Της
εκκλησιάς το σήμαντρο γλυκά πανηγυρίζει.
Η
ανατολή τη θέση της αλλάζει με τη δύση.
Η
νύχτα φεύγει κι η αγυή προβαίνει απ’ το ξωκλήσι.
Την
κοινωνιά ο Καλόγερος στο Ιερό ‘τοιμάζει˙
το
άγιο αίμα του Θεού στα χείλει πλησιάζει.
Η
Πύλη ανοίγει˙ άνοιξε˙ ο λειτουργός προβαίνει˙
του
Ιησού στο χέρι του τ΄ άγιο κορμί βασταίνει˙
λάμπει
η εκκλησιά… Το βλέμμα του εις τον Θεόν υψώνει˙
το
μέτωπό του φωτεινό στεφάνι περιζώνει˙
άφθαρτο
στέμμα, ουράνιο, που ο Πλάστης του προσφέρει,
για
το φθαρτό, το γήινο, που ήρθε να του φέρει˙
διάφανο
κι άσπρο σύννεφο διπλώνει το κορμί του˙
λευκή
πορφύρα πόφαναν οι άγγελοι για στολή του.
Ο
ταπεινός Καλόγερος, που θάφτει στην ερμία
της
γης τα μεγαλεία,
ο
ασκητής, που παραιτεί το θρόνο κι απαρνιέται,
από
τη μάνα του Θεού τώρα χειροτονιέται…
Στο
άγιο το λημέρι της τον θέλει σύντροφό της˙
όθε
είν’ αυτή Γουμένισσα, τον θέλει γούμενό της.
Α’
Ο ΦΟΝΙΑΣ
Βαθιά
‘ναι η νύχτα και τα στοιχεία
αντιπαλεύουν
μ’ άγρια μανία˙
και
μέσ’ στην πάλη τη φοβερή,
τρέμουν
οι βράχοι, σαλεύ’ η γη.
Μέσα
στο λόγγο αντιβουίζει
τ’ αστροπελέκι˙ πέφτει, καπνίζει…
Άλλ’
η φωτιά του την εκκλησιά
δεν
τη σιμώνει, φεύγει μακριά!
Στην
πλάση μέσα την οργισμένη,
δέετ’
ο Γέρος, άγρυπνος μένει˙
η
προσευχή του στο μαύρο αιθέρα
ασπρίζει,
λάμνει σαν περιστέρα.
Σκορπάει
τα νέφη˙ τρέχει, αρμενίζει˙
τ’ αστροπελέκι παραμερίζει˙
αστράφτει,
λάμπει στ’ άγριο σκοτάδι,
σαν
ουράνιο τόξο μέσα στον Άδη.
Κάτου
στο ξέπορτο κάποιος κτυπά˙
ποιός
τάχα νάρχεται τέτοια νυχτιά;
Προβαίνει
ο Γούμενος εις την αυλή.
-Σπλαχνίσου
μ’ άνοιξε! λέει μια φωνή.
Σκούζει
το ξέπορτο… Σαν πεθαμένος
μπαίνει
ένας άγνωστος, χλωμός, σβησμένος˙
με
τρόμο πίσω του όλο κοιτάει˙
θαρρεί
πώς κάποιος τον κυνηγάει.
Δέρνουν
τα μέλη του, τρέμ’ η καρδιά του˙
ίδρωτας
χύνεται στην τραχηλιά του˙
τα
δάκρυα τρέχουνε, στη γη κυλάνε˙
βαρειά
τα γόνατα χάμου βροντάνε.
Σώσε
με Γούμενε! λάβ’ εσπλαχνία…
-Εδώ
πώς βρέθηκες τέτοια νυχτία;
-Βοήθεια!
σώσε με˙ μην καρτερείς˙
στα
σπλάχνα κρύψε με μέσα της γης!
-Θέ
μου! τα ρούχα σου είναι βαμμένα…
-Έλεος,
πατέρα μου, κάμε για μένα!
Άκου!
πλακώσανε… Είναι σιμά!
Τ’ άσπρο το φάντασμα τρέχει μπροστά!
Άχ!
νοιώθω, δύστυχε˙ νοιώθω μαντεύω!
-Έρχονται…
Κρύψε με! έλεος γυρεύω!
-Θέ
μου! στο χέρι σου το ματωμένο
το
κρίμα πόκαμες βλέπω γραμμένο.
-Σώσε
με, Γούμενε, ευλογημένε!
-Άνθρωπο
σκότωσες, δυστυχισμένε!
Ποιόν
εθανάτωσες; Πές μου, αποκρίσου!
Πρόφθασε,
Γούμενε! σώσε σπλαχνίσου!
-Ποιόν
εθανάτωσες; -Μη μ’ ερωτάς!
Έρχονται,
έρχονται! Δεν αγροικάς;
Βοήθεια!
σώσε με! μην καρτερείς…
Στα
σπλάχνα κρύψε με μέσα της γης!
Τρέχουν
ξοπίσω μου˙ με κυνηγούνε˙
ζητούν
εκδίκηση, αίμα διψούνε!
Θέλουν
το αίμα μου, την κεφαλή μου…
Στ’
άγιο το χέρι σου στέκ’ η ζωή μου!
-Πές
μου! μολόγησε τ΄ άθλιο θύμα
πόστειλες,
άσπλαχνε, στο μαύρο μνήμα!
-Αχ!
σκύψε˙ άκουσε… Μεσ’ στην καρδιά,
πατέρα, θάψε το, κλείσ’ το βαθειά!
Τ’ άτιμο χνώτο του φονιά, που χύθηκε στ’ αυτί
του
σταλάζει
στην ψυχή του˙
και
βρίσκει μεσ’ στα σπλάχνα του, μέσ’ στην καρδιά τα φύλλα
θανάτου
ανατριχίλα…
Η
όψη του Καλόγερου σαν το λουλούδι
αχνίζει,
το χείλι του νεκρώνει˙
ζαλίζεται
το πνεύμα του˙ το μάτι του γυαλίζει˙
το
μέτωπό του ιδρώνει…
Κρυφά
ένα δάκρυ εκύλισε από το βλέφαρό του
στ’
αχνό το πρόσωπό του,
κι
αγάλι – αγάλι στου φονιά το χέρι το βαμμένο
σταλάζει
φλογισμένο.
Αίμα
και δάκρυ σμίγουνε… Τ΄ αδέλφια τα καημένα
θερμαίνοντ’
ενωμένα…
Το
χέρι, που τα χώρισε, για λίγο τα ταιριάζει˙
το
χέρι ανατριχιάζει…
Εστέναξε˙
το βλέμμα του υψώνει δακρυσμένο
εις
τον Εσταυρωμένο…
Θάρρος,
Χριστέ μου δώσ’ του!
Το
θύμα είν’ τ΄ αδέλφι του, κι είν΄ ο φονιάς εμπρός του!
-Θέ
μου! τί έπαθες; τρέμεις; αχνίζεις…
Πές
μου, πατέρα μου, γιατί δακρύζεις;
-Θλίβομαι,
δύστυχε˙ πάσχω, πονώ˙
κλαίγω
το θύμα σου… Για σε θρηνώ.
Γιατί,
ταλαίπωρε, με ποιά καρδία
το
χέρι αιμάτωσες; για ποιάν αιτία
τον καλόν άρχοντα να θανατώσεις…
-Σώσε
με, κρύψε με! μη με προδώσεις!
-Θε
μου! απ’ το χέρι σου το αίμα στάζει…
Κρύφτο…
Τα στήθια μου, μου τα σπαράζει!
-Βοήθεια!
σώσε με! μην καρτερείς…
Στα
σπλάχνα κρύψε με μέσα της γης!
-Άθλιε!
τί έκαμες; Είσαι φονιάς!
Το
αίμα πόχυσες, δεν τ΄ αγροικάς;
-Πρόφθασε,
Γούμενε! σώσε, σπλαχνίσου˙
έρχοντ’
εφθάσανε μεσ’ στην αυλή σου!
-Άκου!
Το θύμα σου παραπονιέται…
Μέσ’
απ’ το μνήμα του σε καταριέται!
-Πρόφθασε,
σώσε με… Με κυνηγούνε,
ζητούν
εκδίκηση, αίμα διψούνε…
Σκληρέ!
Τον άνθρωπο μόνο φοβάσαι…
Θεός
πώς βρίσκεται δεν το θυμάσαι;
Του
πρώτου δύνασαι να του κρυφτείς˙
του
άλλου, δύστυχε, δεν ημπορείς!
Β’ ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ
Είν’
εκεί μέσα! Τάχα ποιός; Ποιόν έχω στο κελί μου;
Ποιός
είναι; Ποιόν εδέχθηκα στη στέγη μου από κάτου,
Τί
μου ‘πε; Ο λόγος του γιατί σπαράζει την ψυχή μου;
Αχ!
είν’ αλήθεια τ΄ αδελφού μου πως κρύβω το φονιά του;
-Ναι˙
το φονιά του εδέχθηκες! τον είδα στο πλευρό σου,
κι
εσύ τον εσυχώρεσες… Τον κρύβεις, τον ξενίζεις!
Το
ματωμένο χέρι του έσφιξε το δικό σου˙
τον
αδελφό σου, Γούμενε, δε βλέπεις, δε γνωρίζεις;
Ιδές
με˙ σίμωσ’ , έλα δω… Να, κοίτα την πληγή μου…
Τα
χείλη της σαλεύουνε, ιδές ανοιγοκλειούνε˙
-Αδέλφι
μου, λυπήσου με! ματώνεις τη δική μου…
Αχ!
κρύψε τη! Τα χείλη της, Θεέ, με βλαστημούνε!
-Ιδές
βαθειά που μόχωσε στα στήθια το μαχαίρι!
Σίμωσ’
εδώ το δάχτυλο το βάθος να μετρήσεις˙
ποιός
ξέρει με το άγιο σου, θαυματουργό σου χέρι
μη
μου γιατρέψεις την πληγή, και μη με ξαναστήσεις…
Με
φεύγεις, με συχαίνεσαι˙ φοβάσαι να πλησιάσεις…
Το
σπαραγμένο στήθος μου ακόμη τρέχει… Στάσου!
Βούτηξ’
εδώ το ράσο σου, τον ξένο να κεράσεις,
να
πιεί, παπά μου, ο δύστυχος μια στάλα στην υγειά σου!
-Σκιά,
σε ξέρω, αγαπητή και παραπονεμένη˙
συχώρα
με, συχώρα τον! Ιδές μεσ’ στην καρδιά μου˙
το
χέρι, που σ’ εσπάραξε, την έχει σπαραγμένη,
αν
το φονιά σου εδέχθηκα, ξενίζω το φονιά μου!
Είν’
εκεί μέσα! Οσφραίνουμαι τριγύρω την πνοή του…
Άκου!
το αίμα πόχυσε, με βλαστημά, βογγάει˙
για
τη ζωή που μ’ άρπαξε, του σώζω τη δική του˙
όχι…
Το θύμα εκδίκηση φωνάζει, μου ζητάει.
Και
προς τη θύρα την κλειστή το μάτι του καρφώνει…
Ενίκησε
το φάντασμα˙ χαμογελά μπροστά του˙
τρέχει
ν’ ανοίξει, άλλ’ άξαφνα, για το κλειδί φουχτώνει
το
θείο σταυρό που κρέμεται από την τραχηλιά του.
Μ’
αυτόν τον ίδιο το σταυρό, που φέρεις στο λαιμό σου!
Εκείνον,
που εσυχώρεσες, ζητάς να παραδώσεις;
-Στάσου!
Που πάς; Σκοτίστηκε, παπά το λογικό σου,
τη
θύρα εκείνη ασφάλισες˙ μπορείς να ξεκλειδώσεις;
-Χριστέ
μου! Τί εξεστόμισα, τί είπα, τί προφέρω;
Συχώρεσέ
με, είμ’ άνθρωπος˙ για μια στιγμή στο λέω
ο
πόνος με φαρμάκωσε, αμάρτησα το ξέρω˙
Παραλογώ˙
συχώρα με˙ μετανοώ και κλαίω…
Σε
βλέπω, ναι, με βαργομάς με τη γλυκιά ματιά σου˙
σ’
εβάρυνα, βλαστήμησα ο αμαρτωλός ομπρός σου
το
σάβανό του μόκρυψε για λίγο τη λογχιά σου˙
τη
ματωμένη γύμνια σου, τον άδικο σταυρό σου.
Στο
βογγητό του επνίγηκαν, άγιε, ξανθέ Σωτήρα,
τα
λόγια που μου σύστησες με χείλη
μαραμένα,
όταν
με στέμμ’ ακάνθινο, με ψεύτικη πορφύρα
σ’
είδα στο Ξύλο του ληστή με χέρια ματωμένα.
Ώ,
ναι˙ τον εσυχώρεσα, καθώς κι εσύ μια μέρα
εκείνους,
που πληγώσανε τ΄ αγνό, τ΄ αθώο κορμί σου˙
σ’
ευχαριστώ, που μ’ αξίωσες, γλυκύτατε πατέρα,
τον
άγιο πόνο να αισθανθώ, που αισθάνθηκε η ψυχή σου.
Συχώρα
με! συχώρεσε Χριστέ, τ΄ αμάρτημά του,
και
φύσησε στα σπλάχνα του την αύρα σου τη
θεία˙
μετάνοια
κάμε να αισθανθεί, φέξε μεσ’ στην καρδιά του.
Σώσε,
Θεέ, το πλάσμα σου˙ Ιησού, κάμ’ εσπλαχνία!
Γ’
ΤΟ ΨΕΜΑ
Η
ημέρα γεννιέται κι η νύχτα πεθαίνει˙
τ΄
αστέρια χλωμαίνουν στο φως που ξυπνά,
το
άγιο ξωκλήσι τον όρθρο σημαίνει,
τ΄
αρνάκια πηδούνε εις τη χλωρασιά.
Ο
Γούμενος μόνος στο έρμο κελί του
θαρρεί
πως ακούει ποδοβολητό˙
τα
βήματα εκείνα βροντούν στην ψυχή του˙
χλιμίντρισμ’
αλόγων γροικά στο βουνό.
Προβαίνει˙
κοιτάζει… Ασκέρι οπλισμένο
εις
το μοναστήρι γοργά προχωρεί˙
πλησιάζει
τα τείχη, που τόχουν ζωσμένο˙
εσίμωσε,
μπαίνει˙ εγιόμισ’ η αυλή.
Τα
όπλα στον ώμο κρατούν, σηκωμένα,
κι
η ρόδινη αυγούλα, που χαμογελά,
τα
βάφει, τα δείχνει ωσάν ματωμένα
κι
εκείνοι χορταίνουν σε τέτοια θωριά!
Τα
άτια, που σέρνει μαζί του τ΄ ασκέρι,
σκιασμένα
τεντώνουν τ΄ αυτιά, το λαιμό˙
θαρρείς
όπως νοιώθουν στ’ ολόδροσο αγέρι
του
μαύρου κακούργου τον ανασασμό!
Ο
Γέροντας τρέμει, που βλέπει το πλήθος˙
αχνίζει,
μαντεύει εκεί τι ζητά.
Ο
φόβος, η λύπη του δέρνουν το στήθος,
καιρός
πλιο δε μένει˙ του τρέμ’ η λαλιά.
-Ηγούμενε,
τί καρτερείς, τί τρέμεις, τί δειλιάζεις;
Γιατί
με βλέμμ’ ανήσυχο τριγύρω σου κοιτάζεις;
Άκου!
σιμώνουν, έρχονται… Σύρε να ξεκλειδώσεις
και το φονιά τον άτιμο ευθύς να παραδώσεις
τ’ αγαπημένου σου αδελφού… Το αίμα σου πληρώσου˙
τ΄
αθώο το αίμα, μην ξεχνάς, είναι παπά, δικό σου.
Ακόμ’
αχνίζει… Σου ζητά εκδίκηση, πατέρα…
Α,
έφθασε, δεν άργησε να φέξει εκείν’ η μέρα!
Εψές
το βράδυ ήταν εδώ… Τον είδα στ’ όνειρό μου˙
βαμμένο
είχε το σάβανο… Σιμώνει στο πλευρό μου,
και
τ΄ αχαμνό του δάχτυλο μόδειχνε την πληγή του…
Ηγούμενε,
τί στέκεσαι; Βγάλ’ έξω το ληστή του!
Νά
τους! Δε βλέπεις του Θεού τη θεία δικαιοσύνη;
Αιχμάλωτο
στον έστειλε, σ’ εσέ τον παραδίνει,
κι
εσύ δεν τον ευχαριστείς!... Τρέχα να ξεκλειδώσεις,
τη
θύρα εκείνη, που τον κλει, και να τον παραδώσεις.
Ο
Κύριος τόπε μια φορά: «Όποιος μαχαίρι δώσει,
απ’
το μαχαίρι, πόδωσε, κι εκείνος θα τελειώσει».
Αυτά
τα λόγια επρόφερε και λέει στο Γούμενό του
Νικήτας,
ο καλόγερος, που στέκει στο πλευρό του.
-Σώπα,
Νικήτα, βλαστημάς! τί είπες; Δεν ηξέρεις
οπώς
τα λόγια, δύστυχε, που τώρα εσύ προφέρεις
κρύβουνε
την εκδίκηση; Το θείο Εκείνου στόμα,
πόβαψε
με το αίμα του του Γολγοθά το χώμα,
όχι!
δεν είπ’ εκδίκηση˙ στον άνθρωπο συσταίνει
συγχώρηση
για το κακό, παιδί μου, που λαβαίνει.
Κι
ο ίδιος, οπού σήμερα που στέλνει αιχμάλωτό μου
τον
άθλιο, που θανάτωσε τον μόνον αδελφό μου,
δεν
έστειλε, δεν έσπρωξε στη στέγη μου αποκάτου
το
τέρας, που μ’ ορφάνεψε, να πιώ τα δάκρυά του
δε
μόστειλε το αίμα του να πλύνω την πληγή μου,
να
δοκιμάσει θέλησε την πίστη τη δική μου˙
ευχαριστώ
σε, Κύριε! –καρδιά μου, μη δακρύσεις-
βοήθησε
το πλάσμα σου˙ Πατέρα, μη μ’ αφήσεις!
Γιατί
τόσο πλήθος, γιατί αρματωμένοι,
εδώ
τι σας σπρώχνει στο έρμο βουνό;
Παιδιά
μου, τί τάχα κακό να συμβαίνει;
Χλωμούς,
ταραγμένους, ωιμέ! Σας θωρώ…
Αχ
φίλοι μου, τρέμω… Εις το πρόσωπό σας
μαντεύω,
ξανοίγω δεινή συμφορά!
Γιατί
γέρνει κάτου τ΄ αχνό μέτωπό σας;
αδέλφια
μου, κλαίτε… Σας τρέμ’ η λαλιά;
Στο
Γέρο ο καθένας με δάκρυ απαντάει˙
στενάζει…
Το στόμα βασταίνει σιωπή.
Τ’ ολότρεμο βλέμμα το άλλο ρωτάει
ποιός
πρώτος θ’ αρχίσει, ποιός πρώτος θα πει.
Ο
Γούμενος τρέμει… Παιδιά μου, τί τρέχει;
για
πέστε!... –Πατέρα, τρομάζω να πω…
Ο
Γέρος με δάκρυ το πρόσωπο βρέχει…
-Μιλήστε!...
–Δεν έχεις στον κόσμο αδελφό!
Ναι˙
κλάψε˙ και τ΄ άγια θερμά δάκρυά σου
ας
κάψουν, ας πνίξουν τον άγριο φονιά˙
στο
τέρας, που σφάζει σκληρά την καρδιά σου,
του
Πλάστ’ η κατάρα ας πέσει βαριά!
Σε
ράχες, σε λόγγους παντού τον ζητούμε,
κι
ακόμα στον Άδη αν πάει να κρυφτεί,
στην
κόλαση μέσα θα τον κυνηγούμε˙
εδώθε
τον είδες, παπά να διαβεί;
Ο
Γούμενος τους αγροικά, στα λόγια τους δακρύζει,
και
με πικρό παράπονο, που την καρδιά ραγίζει,
-Τι
μήνυμα φαρμακερό μου φέρνετε, παιδιά μου,
τους
λέει˙ και μου σπαράζετε σήμερα την καρδιά μου;
Και
η φωνή του πνίγεται˙ τα λόγια του βραχνιάζουν
όλοι
θρηνούν τριγύρω του, κι ως άνθρωποι θαυμάζουν,
όπως
εκείνη τη στιγμή, στου πόνου τη λαχτάρα,
μένει
βουβό τ΄ αχείλι του, δε ρίχνει μία κατάρα
εις
το σκληρό, τον άσπλαχνο, που σφάζει την καρδιά του,
που
φαρμακεύει αλύπητα τα μαύρα γερατειά του,
την
έρμη του ζωή…
-Εδώθε
τον είδες, παπά, να διαβεί;
Τα μάτια
του θρηνούνε…
Θολώνει,
αχνίζει ο πέλεκυς, λαμποκοπά ο σταυρός
Χριστός
και δήμιος τη ζωή τ΄ αμαρτωλού ζητούνε…
Την
κέρδισ’ ο Χριστός!
-Ά!
αν τον είδα!... Χάραμα, μόλις ξυπνούσ’ η μέρα,
κάποιος
μου εφάνει πότρεχε στη λαγκαδιά εκεί πέρα…
Τέτοια
τους λέει στενάζοντας, και το χρυσό του στόμα,
που
αφότου επρωτολάλησε δεν είπε ψέμα ακόμα,
εψεύτηκε
πρώτη φορά! την παρθενιά του χάνει˙
κι
αγιάζει ο αναμάρτητος την ώρα που αμαρτάνει!
Ο
Εσταυρωμένος τ΄ άκουσε˙ στο θείο εκείνο
ψέμα
χαμογελούν
τα χείλη του˙ στρέφει γλυκό το βλέμμα˙
ο
άγγελος, που στέκεται οπίσω του κρυμμένος,
την
ώρα εκείνη απ’ το Θεό επίτηδες σταλμένος,
ευθύς
το ψέμα αγκάλιασε, το πήρε στα φτερά του˙
το
φέρνει στον Παράδεισο, εκεί στην κατοικιά του.
Η
Πίστις, η Συγχώρησις αδέλφι τ΄ ονομάζουν,
και
με τα δάκρυα πόχυσε, για κείνον ετομάζουν
μαργαριταροκέντητο,
περήφανο ένα στέμμα,
που
λάμπει, ως άστρο φωτεινό, στη μέση του: το ψέμα
Απ’
το μοναστήρι τραβιέται τ΄ ασκέρι,
στα
άτια ανεβαίνουν με όπλα γυμνά˙
Και
παίρνουν το δρόμο που δείχνει το χέρι,
το
άγιο το χέρι που τους απατά!
Τ΄
ασκέρι, που φεύγει, ο Γέρος κοιτάει˙
τα
πέταλα σκάφτουν, φλογίζουν τη γη˙
με
ακίνητο βλέμμα τους ακολουθάει˙
εσβήστηκ’,
εχάθηκε˙ -ομίχλη, σιωπή.
Δ’
Η ΦΥΓΗ
Φύγε,
δύστυχε, φύγε! τ’ ασκέρι
τριγυρίζει
για σε στο βουνό˙
φεύγα,
φύγε από τούτα τα μέρη,
ετοιμάσου,
μη χάνεις καιρό!
Με
τα ρούχα, που σόφερα ντύσου˙
πάρ’
αυτό το δισάκι μαζί˙
σόχω,
δύστυχε, εδώ την τροφή σου,
λάβε,
πάρε κι αυτό το πουγγί.
Ντύσου,
μήπως κανείς σε γνωρίσει˙
παρ’
εκείνον εκεί τον κρημνό˙
φύγε
πριν η αυγή σε ξαφνίσει˙
εις
το δρόμο σου σόχ’ οδηγό.
Φύγε,
φύγε! καιρός πλιο δε μένει˙
τρέχα
κάτου στην ακρογιαλιά˙
μία
βαρκούλα εκεί θαύρεις δεμένη,
πάρτη,
φύγε στα ξένα μακρυά!
Ώ,
πές μου, πές μου δύστυχε, δε θλίβετ’ η καρδιά σου;
φαρμάκι
μεσ’ στα στήθια σου δεν αγροικάς πικρό;
Για
το βαρύ δεν έκλαψες μεγάλο αμάρτημά σου;
Μετανοείς;
Εζήτησες συχώριο απ’ το Θεό;
Τώρα
ο φονιάς στο Γούμενο ομπρός γονατισμένος
γέρνει
το υγρό του μέτωπο και το χτυπάει στη γη˙
και
το Χριστό κοιτάζοντας, χλωμός και δακρυσμένος,
για
το βαρύ το κρίμα του συγχώρεση ζητεί.
Προσεύχεται…
Το δάκρυ του ολόθερμο κυλάει˙
η
αθλία ψυχή βαφτίζεται… Χαμογελά ο ουρανός!
το
θείο μυστήριο ο Γούμενος, το βάφτισμα βλογάει
είν’
ο Χριστός ανάδοχος, εκείνος λειτουργός.
-Δόξα
σοι, Κύριε… Εσώθηκε! –Ώ λόγο που προφέρεις
Σώθηκες!
Ξαναπέσμου τη λέξη τη γλυκειά!
Κλάψε…
Μ’ αυτά τα δάκρυά σου, ταλαίπωρε, δεν ξέρεις,
πόση
γαλήνη εσκόρπισες στη δόλια μου καρδιά!
-Αλήθεια
πώς εσώθηκα; Αλήθεια ‘ναι πατέρα;
Τ΄
αμάρτημά μου, πες μου το, το σχώρεσ’ ο Θεός;
Αχ!
πώς μπορώ απ’ το μάτι του εκείνη την ημέρα
το
ματωμένο χέρι μου να κρύψ’ ο αμαρτωλός;
-Κλάψε…
Ο Θεός είν’ έσπλαχνος! απέραντη, μεγάλη
είν’
η αγαθότης, δύστυχε, η αγάπη του Θεού˙
έχει
ανοιχτή και δέχεται στη γαλανή του αγκάλη
το
δάκρυ, τη μετάνοια του μαύρου αμαρτωλού.
-Ώ
ναι, Χριστέ, συχώρα με˙ το δούλο σου σπλαχνίσου.
Κι
εσύ, που από το θάνατο μου σώζεις τη ζωή,
για
μένα παρακάλεσε, εις το Θεό δεήσου,
και
σώσε με τον άνθρωπο τη δόλια του ψυχή!
Ναι!
σαν πετάς στο θρόνο του, αγνή ψυχή κι αγία,
πες
για τα δάκρυα, πόχυσα, που χύνω τα πικρά˙
ας
κάμει για το πλάσμα του, το δύστυχο, εσπλαχνία˙
σωτήρα
μου, προστάτη μου! φεύγω, σ΄ αφήνω γεια!
Φεύγω…
Πηγαίνω, άλλ’ άσε με ακόμη να φιλήσω
το
σπλαχνικό το χέρι σου, το χώμα που πατείς˙
αχ!
και που ξέρω ο δύστυχος αν σε ξαναπατήσω…
Αοιμέ!
γιατί πατέρα μου, πες μου γιατί θρηνείς;
-Ζητάς
να μάθεις, δύστυχε, τον πόνο, τον καημό μου
Όχι˙
δε στο ‘πα… Πήγαινε!... Ώ, ναι, σε συγχωρώ…
Το
χέρι ετούτο τ΄ άσπλαχνο, που σφίγγει το δικό μου.
Μ’
ορφάνεψε… Θανάτωσε το μόνο μου αδελφό!
Φύγε,
φύγε, καιρός πλια δε μένει!
τρέχα
κάτου στην ακρογιαλιά…
Τρέμει
ο φονιάς, ζαλίζεται˙ το αίμα του παγώνει,
στο
λάρυγγά του σβένεται, του πνίγετ’ η λαλιά.
Μένει
βουβός… Το βλέμμα του αλλήθωρο σηκώνει,
αλλά
το γέρο Γούμενο δε βλέπει εμπρός του πλιά˙
παρά
το μαύρο ράσο του, που φεύγοντας φουσκώνει,
και
με τα λόγια χάνεται, π’ ακούει στη σιγαλιά.
Η
βαρκούλα εκεί κάτου προσμένει˙
παρ’
τη, φύγε, στα ξένα μακρυά!
Ε’
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Η βάρκ’ απομακρύνεται… Φεύγει, το κύμα σχίζει˙
μέσα
είναι μόνος ο φονιάς˙ λάμνει, το ξύλο τρίζει,
σα
να του ρίχνει ανάθεμα, σα να τον καταριέται˙
ο
χτύπος μόνος του κουπιού στη σιγαλιά γροικιέται…
Από
‘να βράχο άξαφνα μια πέτρα ξεκολλάει,
και
ροβολώντας στο νερό με ταραχή βουτάει˙
ετρόμαξε,
λαφιάζεται˙ το αίμα του παγώνει˙
αφήνει
κάτου τα κουπιά και πάλι τα φουχτώνει˙
στην
πέτρα, που ροβόλησε, κι εβούτηξε στο κύμα,
μιας
κεφαλής του φαίνεται οπώς θωρεί το σχήμα,
που
χωρισμένη απ’ το κορμί φεύγει, κυλά και τρέχει˙
θανάτου
κρύος ίδρωτας την τραχηλιά του βρέχει˙
φεύγει,
βυθίζει στο νερό κι υψώνει τα κουπιά του,
οπού
θαρρείς τα κόλλησε στους ώμους για φτερά του.
Κοιτάει
ζερβά, κοιτάει δεξιά, οπίσω του γυρίζει˙
Ο
Γούμενος δε φαίνεται˙ το ξύλο πάντα τρίζει.
Ενέκρωσαν
τα χέρια του, του φεύγουν τα κουπιά του
Τρεις
μέρες έμειν’ άγρυπνος… Σφαλεί τα βλέφαρά του,
και
γέρνει το κεφάλι του… Κοιμάται, ροχαλίζει.
Ο
ύπνος τον ονείριασε˙ ομπρός του παρουσιάζει
έρημες
χώρες, άγνωστες˙ σε μακρυσμένα μέρη
του
φαίνεται πως περπατεί˙ που βρίσκεται δεν ξέρει.
Περνάει
βουνά και πέλαγα, βράχους θωρεί μπροστά του˙
φυσά
ο βοριάς… Ανάμεσα στα ξάρτια, τα πανιά του,
σφυρίζει
αναστενάζοντας˙ δε βλέπ’ έν’ ακρογιάλι…
Τρίζουν
τα ξύλα, πέφτουνε, τα παίρν’ η ανεμοζάλη…
Το
πλοίο ξαρμάτωτο, γυμνό, σκαφίδι συντριμμένο,
παλεύει
με τα κύματα το θαλασσοδαρμένο˙
στην
πρύμη στέκει ο θάνατος˙ αυτός το κυβερνάει,
και
το φονιά κοιτάζοντας πικρά χαμογελάει˙
κι
εκείνος, πούναι για πνιμό, εις την απελπισιά του
θυμήθηκε
το Γούμενο˙ προφέρει τ΄ όνομά του…
Το
κύμα, που τ΄ αγροίκησε, συχάζει, γαληνεύει,
και
το καράβι τ΄ άτυχο, που ακόμα κινδυνεύει,
αγάλι
– αγάλι σπρώχνεται με τον καραβοκύρη
Απάνου
σε μια ξέρα…
Βλέπει
έναν Πύργο˙ και σιμά θωρεί ένα Μοναστήρι.
Ήχος
καμπάνας χύνεται γλυκός εις τον αέρα.
Σ’
ερημονήσι βρίσκεται… ψυχή δεν απανταίνει˙
στο
Μοναστήρι προχωρεί… Σε μια κλησούλα μπαίνει,
και
μπαίνοντας αισθάνεται να του χτυπά η καρδιά του.
τα
γόνατά του τρέμουνε… Κοιτάζει ολόγυρά του…
Ολόρθο
το κιβούρι του, ο αμαρτωλός διακρίνει
έν’
άγιο σώμα, που γλυκές μοσχοβολάδες χύνει…
Άξαφν’
ακούσθη πότριξε κι εσείσθη η Ωραία Πύλη.
Τ’
Αγίου λειψάνου ανάλαμψε τ΄ ακοίμητο καντήλι…
Ανατριχιάζει,
στέκεται μ’ ευλάβεια το σιμώνει˙
ομπρός
του κλίνει αθέλητα, το μέτωπο, το γύνυ,
κι
ασπάζεται… Εις το φιλί που δίνει στ’ άγιο σώμα,
παίρνει
ευωδιές τ΄ αχείλι του, ακούει δροσιά εις το στόμα.
Προσεύχεται…
Το βλέμμα του, πόχει στη γη σκυμμένο,
στο
λείψανο σηκώνεται αργό και δειλισμένο…
Η
θεία μορφή, το πρόσωπο το άγιο, που κοιτάζει,
με
του Γουμένου τη μορφή του φαίνεται πως μοιάζει…
Τρέμει…
Θωρεί το λείψανο και πάλι το κοιτάει…
Ανατριχίλ’
απόκρυφη τα σπλάχνα του περνάει…
Στον
Άγιο, που τριγύρω του ουράνιο φως σκορπίζει,
ξανοίγει
το Σωτήρα του και τον αναγνωρίζει…
-Άγιε
πατέρα… Γούμενε! δε μου μιλείς; του λέει
κι
ασπάζεται γονατιστός τ΄ άγιο κορμί και κλαίει…
Η
βάρκα ακυβέρνητη, που πλέει πάντοτε μόνη,
από
το κύμα σπρώχνεται σε βράχο και σιμώνει˙
όταν
με μιας απάνου του με δύναμη χτυπάει,
και ο
φονιάς ξυπνάει.
Στη
βάρκα ορθός στηλώνεται˙ το κύμα τον τινάζει…
-Τί
λόγο μ’ αποκρίθηκες; Τί μου ‘πες; Ανακράζει.
Αχ!
που είσαι; Τρέμει… Στρέφεται˙ κοιτάζει ολόγυρά του˙
και
βλέπει βράχους, κύματα ολόμαυρα μπροστά του…
-Πού
βρίσκομαι; Τί αγροίκησα; Κατάρα στ’ όνειρό μου!
Κι
ακούει φωνή στην άβυσσο να λέει με βογγητό
«Το
χέρι εκείνο τ΄ άσπλαχνο, πόσφιξε το δικό μου,
μ’
ορφάνεψε… Θανάτωσε το μόνο μου αδελφό!»
Κι
ο βράχος αποκρίνεται: «Το μόνο μου αδελφό»
Μακρυά,
σε ξένα χώματα, σε ξένο περιγιάλι
η
βάρκα η ταξιδιάρικη αράζει αγάλι – αγάλι,
οπού
το χέρι τ΄ άσπλαχνο, τ΄ αφορεσμένο χέρι,
την
ξαναδίνει σήμερα, οπίσω την προσφέρει.
Την
επιστρέφει ο αμαρτωλός στον έρμο λυτρωτή του,
θρόνο
κιβούρι ολόλαμπρο για τ΄ Άγιο κορμί του!
Σώθηκε˙
κι είπαν πως πικρά, πικρά μετανοιωμένος,
έρημος
έζησε, φτωχός, μακρυά ξενιτεμένος,
και
λίγους χρόνους ύστερα από το φονικό του
κλείστηκ’
όθε τον έφερε μια μέρα τ’ όνειρό του.
Και
κάθε, που κατέβαινε πρωί στην εκκλησία,
την
προσευχή του κάνοντας ομπρός στην Παναγία,
ανήσυχο
του βλέμμα του στρεφόταν κι εκοιτούσε
αδιάκοπα
το Νάρθηκα κι εκεί εσταματούσε,
κι
εκοίταζε κι επρόσμενε να ιδεί, να προσκυνήσει
τον
Άγιο, π’ ονειρεύτηκε πως είχ’ εκεί απαντήσει.
Η/Υ επιμέλεια Σοφίας Μερκούρη.
Δημοσίευση σχολίου